αναδομώ

αναδομώ
(-έω) (Μ ἀναδομῶ)
ανοικοδομώ, ξαναχτίζω
νεοελλ.
ανασυγκροτώ, ανασυνθέτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + -δομῶ < δέμω.
ΠΑΡ. μσν. ἀναδομή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναδομώ — ( είς, εί κτλ.), αναδόμησα, αναδομήθηκα, αναδομημένος, ξαναχτίζω, ανασχηματίζω, αναδιαρθρώνω, αναδιοργανώνω. Ουσ. αναδόμηση, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναδομή — ἀναδομή, η (Μ) [ἀναδομῶ] το εκ νέου χτίσιμο, ανοικοδόμηση (στη Σούδα εξηγείται «αναδασμός») …   Dictionary of Greek

  • αναδόμηση — η [αναδομώ] η εκ νέου συγκρότηση, η ανασύνθεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”